γενεαλόγιο(ν)

γενεαλόγιο(ν)
το родословная (породистых животных)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γενεαλόγιο(ν)" в других словарях:

  • γενεαλόγιο — το ζωοτ. γενεαλογικό βιβλίο, μητρώο τών φυλών τών ζώων που εκτρέφει ο άνθρωπος (άλογα, σκυλιά κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • -λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»